Dictionary of Greek. 2013.
κέπφῳ — κέπφος stormy petrel masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέπφωσις — κέπφωσις, ἡ (Α) [κεπφώ] η αστάθεια τού χαρακτήρα, η κουφότητα … Dictionary of Greek
κεμφώ — κεμφῶ, όω (Α) εσφ. γρφ αντί κεπφώ* … Dictionary of Greek