κεπφώ

κεπφώ
κεπφῶ και κεμφῶ, -όω (Α) [κέπφος]
1. εξαπατώ, παραπλανώ («ὁ δὲ ἐπηκολούθησεν αὐτῇ κεπφωθείς», ΠΔ)
2. παθ. κεπφοῡμαι, -όομαι
γίνομαι ανόητος σαν τον κέπφο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κέπφῳ — κέπφος stormy petrel masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέπφωσις — κέπφωσις, ἡ (Α) [κεπφώ] η αστάθεια τού χαρακτήρα, η κουφότητα …   Dictionary of Greek

  • κεμφώ — κεμφῶ, όω (Α) εσφ. γρφ αντί κεπφώ* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”